- υπενοικιάζω
- Ννοικιάζω, εκμισθώνω σε κάποιον κάτι που και ο ίδιος έχω νοικιάσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ενοικιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπενοικιάζω — υπενοικιάζω, υπενοικίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπενοικιάζω — υπενοικίασα, υπενοικιάστηκα, υπενοικιασμένος, κάτι που νοίκιασα για τον εαυτό μου το νοικιάζω σε άλλον: Το νοικιασμένο δεν επιτρέπεται να υπενοικιάζεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπενοικίαση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπενοικιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπενοικιάζω. Η λ., στον λόγιο τ. υπενοικίασις, μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο] … Dictionary of Greek
μεταμισθώνω — (Α μεταμισθῶ, όω) νεοελλ. ξανανοικιάζω, εξακολουθώ να παραμένω μισθωτής και μετά τη λήξη τής μίσθωσης, κατόπιν συμφωνίας ή με σιωπηρή παράταση αρχ. μισθώνω σε τρίτον ολόκληρο ή μέρος τού μισθίου στο οποίο είμαι ο ίδιος μισθωτής, υπενοικιάζω … Dictionary of Greek
μετεκμισθώ — μετεκμισθῶ, όω (Μ) εκμισθώνω σε άλλον κάτι μισθωμένο, υπενοικιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐκ μισθῶ «ενοικιάζω»] … Dictionary of Greek
ναυκληρώ — ναυκληρῶ, έω (Α) [ναύκληρος] 1. είμαι πλοιοκτήτης, είμαι ιδιοκτήτης πλοίου 2. υπενοικιάζω σπίτι 3. μτφ. κυβερνώ, διοικώ … Dictionary of Greek
παρασυγχωρώ — έω, Α εκχωρώ για υπομίσθωση, υπενοικιάζω με συμφωνία ένα κτήμα … Dictionary of Greek
υπεκμισθώνω — Ν υπενοικιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + εκμισθώνω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπεκμισθόω, ῶ, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
υπομισθώνω — Ν [μισθώνω] υπενοικιάζω … Dictionary of Greek
υπενοικίαση — η το να υπενοικιάζω (βλ. λ.) κάτι: Απαγορεύεται η υπενοικίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)